Τι είναι και πότε αυξάνονται οι τρανσαμινάσες

Η ευρεία διαθεσιμότητα και συχνή χρήση των βιοχημικών εξετάσεων έχουν οδηγήσει σήμερα σε αύξηση της συχνότητας ανεύρεσης παθολογικών τιμών της ηπατικής βιοχημείας. Υπολογίζεται ότι παθολογική ηπατική βιοχημεία παρατηρείται στο 1-4% του ασυμπτωματικού πληθυσμού.

Τρανσαμινάσες

Οι τρανσαμινάσες (ALT και AST) είναι ένζυμα που απελευθερώνονται στην κυκλοφορία μετά από βλάβη ή νέκρωση των ηπατικών κυττάρων. Το συχνότερο αίτιο ήπιας αύξησης των τρανσαμινασών στις μέρες μας, με την υιοθέτηση του δυτικού τρόπου ζωής (δίαιτα πλούσια σε λιπαρά και σε κόκκινο κρέας και φτωχή σε φυτικές ίνες, σε συνδυασμό με μειωμένη σωματική άσκηση), είναι η εναπόθεση λίπους στο ήπαρ. Αυτό ονομάζεται λιπώδης διήθηση του ήπατος και μπορεί να συνοδεύεται με ικανή φλεγμονή / νέκρωση ηπατοκυττάρων, δηλαδή στεατοηπατίτιδα. Η συχνότητα της λιπώδους διήθησης στον γενικό πληθυσμό δεν μπορεί επακριβώς να εκτιμηθεί, δεδομένου ότι οι περισσότερες περιπτώσεις είναι τελείως ασυμπτωματικές. Επειδή καμία εξέταση αίματος δεν θέτει τη διάγνωση, όταν υπάρχει υπόνοια λιπώδους διήθησης θα πρέπει να γίνει αρχικά αποκλεισμός των άλλων αιτίων ηπατοπάθειας με ειδικές εξετάσεις. Το υπερηχογράφημα ήπατος μπορεί να απεικονίσει την εναπόθεση του λίπους στο ηπατικό παρέγχυμα, όπως και η αξονική ή η μαγνητική τομογραφία. Σε ασυμπτωματικούς ασθενείς με πιθανή διάγνωση λιπώδους διήθησης, η αντιμετώπιση περιλαμβάνει αλλαγή του τρόπου ζωής (σωματική άσκηση και βελτίωση της δίαιτας), απώλεια σωματικού βάρους, διακοπή πιθανών ηπατοτοξικών φαρμάκων, καθώς και ρύθμιση του διαβήτη και της υπερλιπιδαιμίας.

Η χρόνια ιογενής ηπατίτιδα (Β και C) είναι από τα συχνότερα αίτια ήπια αυξημένων τρανσαμινασών. Η συχνότητα της λοίμωξης από τον ιό της ηπατίτιδας C φτάνει το 2% και της ηπατίτιδας Β το 0,1-2% του γενικού πληθυσμού σε Αμερική και Δυτική Ευρώπη. Ολοι οι ασθενείς με παθολογικές τρανσαμινάσες θα πρέπει να ρωτώνται για πιθανούς παράγοντες κινδύνου μόλυνσης από ιούς της ηπατίτιδας (ιστορικό χρήσης ενδοφλέβιων ουσιών, ιστορικό μετάγγισης πριν από το 1991 καθώς και σεξουαλική επαφή με μολυσμένο άτομο). Η διάγνωση πιστοποιείται με ειδικές ορολογικές εξετάσεις (anti-HCV για την ηπατίτιδα C, HBsAg για την ηπατίτιδα Β). Γενικά το 20-30% των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα Β ή C θα αναπτύξει κίρρωση του ήπατος μετά από 15 έτη περίπου. Αύξηση τρανσαμινασών για μικρό χρονικό διάστημα, δηλαδή χωρίς την ικανότητα εξέλιξης σε χρονιότητα, μπορούν να προκαλέσουν και οι υπόλοιποι ιοί των ηπατιτίδων καθώς και πληθώρα μη ειδικών ηπατοτρόπων ιών. Τα περισσότερα φάρμακα μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση των τρανσαμινασών, αν και ορισμένα από αυτά σχετίζονται συχνότερα με διαταραχή της ηπατικής βιοχημείας. Φάρμακα καθώς και φυτικά σκευάσματα (herbals) είναι άλλα συχνά αίτια που οδηγούν σε αύξηση των τρανσαμινασών ή ακόμα και σε ηπατική ανεπάρκεια. Η αυτοάνοση ηπατίτιδα, η κληρονομική αιμοχρωμάτωση και η νόσος του Wilson αποτελούν άλλα σπανιότερα αίτια αυξημένων τρανσαμινασών που αποκλείονται με ειδικές εξετάσεις.

Τα αίτια που οδηγούν σε μεγάλη (> από 15 φορές των ανώτερων φυσιολογικών τιμών) αύξηση των τρανσαμινασών περιλαμβάνουν κυρίως τις οξείες ιογενείς ηπατίτιδες, τη λήψη φαρμάκων και την ισχαιμική ηπατίτιδα κυρίως σε ασθενείς με αιμοδυναμική αστάθεια ή σοβαρή καρδιοπάθεια.